- -ίδι
- (I)υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. βο-ΐδιον >βό-(ϊ)δι, παιχν-ίδιον > παιχν-ίδι, βαρ-ίδιον > βαρ-ίδι, δακτυλ-ίδιον > δακτυλ-ίδι κ.ά. Η κατάλ. -ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή τής υποκορ. κατάλ. -ιον από λ. σε -ις, -ιδος, πρβλ. σαν-ίδιον < σανίς, -ίδος, θυρ-ίδιον < θυρίς, -ίδος, σφραγ-ίδιον < σφραγίς, -ίδος.————————(II)κατάλ. πολλών ουδετέρων τής Νέας Ελληνικής που έχει περιληπτική σημ. Η κατάλ. αυτή προήλθε από λ., παράγωγες ρημάτων, που χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα στον πληθ., πρβλ. σκουπ-ίδια (< σκουπίζω), αποκα-ΐδια (< αποκαίω), ξεσκον-ίδια (< ξεσκονίζω), ροκαν-ίδια (< ροκανίζω) κ.ά. Αυτές οι λ. χρησιμοποιήθηκαν αργότερα σε ενικό με περιληπτική σημασία, η οποία βαθμηδόν περιορίστηκε στη χρήση λέξεων που δηλώνουν επανάληψη ή συχνότητα (πρβλ. βρισ-ίδι, γροθ-ίδι, κανον-ίδι, μπατσ-ίδι, μπουν-ίδι, πιστολ-ίδι, τουφεκ-ίδι) ή, γενικά, μια κατάσταση ή ενέργεια (πρβλ. βρεξ-ίδι, μουσκ-ίδι, μπλεξ-ίδι, σκορπ-ίδι, σπρωξ-ίδι, στρυμωξ-ίδι).
Dictionary of Greek. 2013.