-ίδι

-ίδι
(I)
υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. βο-ΐδιον >βό-(ϊ)δι, παιχν-ίδιον > παιχν-ίδι, βαρ-ίδιον > βαρ-ίδι, δακτυλ-ίδιον > δακτυλ-ίδι κ.ά. Η κατάλ. -ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή τής υποκορ. κατάλ. -ιον από λ. σε -ις, -ιδος, πρβλ. σαν-ίδιον < σανίς, -ίδος, θυρ-ίδιον < θυρίς, -ίδος, σφραγ-ίδιον < σφραγίς, -ίδος.
————————
(II)
κατάλ. πολλών ουδετέρων τής Νέας Ελληνικής που έχει περιληπτική σημ. Η κατάλ. αυτή προήλθε από λ., παράγωγες ρημάτων, που χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα στον πληθ., πρβλ. σκουπ-ίδια (< σκουπίζω), αποκα-ΐδια (< αποκαίω), ξεσκον-ίδια (< ξεσκονίζω), ροκαν-ίδια (< ροκανίζω) κ.ά. Αυτές οι λ. χρησιμοποιήθηκαν αργότερα σε ενικό με περιληπτική σημασία, η οποία βαθμηδόν περιορίστηκε στη χρήση λέξεων που δηλώνουν επανάληψη ή συχνότητα (πρβλ. βρισ-ίδι, γροθ-ίδι, κανον-ίδι, μπατσ-ίδι, μπουν-ίδι, πιστολ-ίδι, τουφεκ-ίδι) ή, γενικά, μια κατάσταση ή ενέργεια (πρβλ. βρεξ-ίδι, μουσκ-ίδι, μπλεξ-ίδι, σκορπ-ίδι, σπρωξ-ίδι, στρυμωξ-ίδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • καψίδι — και καψίδιασμα, το νοσηρή φλόγωση τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. ίδι (< ίδιον), πρβλ. κοψ ίδι, ξεφτ ίδι. Το καψίδιασμα < καψιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κοψίδι — το 1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα 2. μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. βαλαν ίδι, λεπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • κυνηγίδι — το (χωρίς πληθ.) συνεχής καταδίωξη, έντονο κυνηγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. ίδι (πρβλ. γροθ ίδι, τουφεκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • λιμαρίδι — το ξύσμα που βγαίνει από το λιμάρισμα, τα ρινίσματα από το λιμάρισμα μετάλλου ή ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω + περιληπτ. κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι, σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • μοιασίδι — το 1. χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο μοιάζουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα («τα μοιασίδια τού προσώπου») 2. ομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. μοιασ ίδι < θ. μοιάσ τού μοιάζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι] …   Dictionary of Greek

  • μπουνίδι — το γρονθοκόπημα, πολλές συνεχείς και αλλεπάλληλες γροθιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουνιά + επίθημα ίδι, δηλωτικό πλήθους (πρβλ. βρισ ίδι, κανον ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπίδια — επίρρ. άδειασέ μας τη γωνιά, ξεκουμπίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκουμπίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. πιστολ ίδι, σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • πιστολίδι — το, Ν (με περιλπτ. σημ.) συμπλοκή με πολλές και απανωτές πιστολιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστόλι + κατάλ. ίδι (πρβλ. κανον ίδι, τουφεκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”